ανιόντες

ανιόντες
Οι συγγενείς εξ αίματοςεξ αγχιστείας από την ευθεία γραμμή προς τα πάνω, δηλαδή γεννήτορες και προγεννήτορες (πατέρας, μητέρα, παππούς, γιαγιά, προπάππος, προγιαγιά κλπ.). Εκτός από την ψυχική και ηθική σχέση ανάμεσα στους α. και τους κατιόντες, υπάρχουν και άλλες, που ρυθμίζονται από τον νόμο. Είναι η υποχρέωση της διατροφής, η συμμετοχή στο συγγενικό συμβούλιο και η προτίμηση στον διορισμό επιτρόπων για άτομα ανήλικα ή ανίκανα να φροντίσουν τον εαυτό τους και την περιουσία τους, όπως π.χ. άτομα που έχουν κηρυχτεί σε απαγόρευση. Πολύ ουσιώδης σχέση ανάμεσα σε α. και κατιόντες είναι η κληρονομική. Ο Αστικός Κώδικας καθιερώνει τη διαδοχή κατά ρίζες, πράγμα που σημαίνει ότι στη θέση των παιδιών, αν δεν ζουν, μπαίνουν τα παιδιά τους ή τα εγγόνια κλπ. Επίσης, υπάρχει και αναγκαστική κληρονομική διαδοχή μεταξύ τους, η λεγόμενη νόμιμη μοίρα. Για την αναξιότητα και την αποκλήρωση, υπάρχουν ειδικοί λόγοι (υπέρ και κατά) για τους α. Έτσι, π.χ., μόνο o α. μπορεί να μοιράσει την περιουσία του στα παιδιά του με μια διαδικασία (νέμηση), που δεν δεσμεύει τη διαθήκη του. Υπάρχουν πολλά δικαιώματα των α. και των κατιόντων απέναντι στους τρίτους για την προστασία της προσωπικότητάς τους, την ηθική βλάβη, την υλική αποζημίωση, δικαίωμα μηνύσεων όπως π.χ. για την προσβολή της τιμής νεκρού α. κλπ. Σε μερικά αρχαία δίκαια, οι άντρες α. είχαν εξουσιαστικά δικαιώματα απέναντι στους κατιόντες, ακόμα και δικαίωμα ζωής και θανάτου σε μερικές περιπτώσεις.
* * *
οι
βλ. ανιών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ανιόντες — οι οι συγγενείς από τους οποίους κατάγεται κανείς (γονείς, παππούδες, προπαππούδες) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνιόντες — ἄνειμι go up pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνίοντες — ἀ̱νίοντες , ἀνέω pres part act masc nom/voc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανιών — Ονομασία υδραγωγείου στην αρχαία Ρώμη. Παρείχε στην πόλη νερό από τον ποταμό Ανιήνα. Ο παλαιός Α. (Aniovetus) κατασκευάστηκε το 272 π.Χ. με πόρους από τα λάφυρα που πήραν οι Ρωμαίοι από τον Πύρρο. Ο νέος Α. (Anionovus ή Aqua Anio nova) άρχισε να… …   Dictionary of Greek

  • κατιόντες — (Νομ.). Οι συγγενείς εξ αίματος από την ευθεία γραμμή προς τα κάτω (παιδιά, εγγόνια κλπ.). Για τους κ. υπάρχουν οι αντίστοιχες με τους ανιόντες νομικές σχέσεις. Επιπρόσθετα, υπάρχουν και άλλες ειδικότερες ρυθμίσεις, όπως οι δωρεές προς αυτούς,… …   Dictionary of Greek

  • αποκλήρωση — Σύμφωνα με το Κληρονομικό Δίκαιο, ο κληρονομούμενος μπορεί με διαθήκη του να αποκληρώσει συγγενείς του ή τον/τη σύζυγό του από την κληρονομιά του. Προκειμένου όμως για τη νόμιμη μοίρα, το ποσοστό δηλαδή της κληρονομιάς που παίρνουν υποχρεωτικά… …   Dictionary of Greek

  • κούφισμα — το (AM κούφισμα) [κουφίζω (II)] νεοελλ. μσν. (βυζ. μουσ.) ένας από τους οκτώ ανιόντες έμφωνους χαρακτήρες τού αρχαίου στενογραφικού συστήματος τής βυζαντινής παρασημαντικής μσν. αρχ. ελάφρυνση, ανακούφιση («τὸ γὰρ μή δι αὐτὸν κακῶς πράττειν... οὐ …   Dictionary of Greek

  • οικογένεια — Κοινωνικός θεσμός εξαιρετικής σημασίας, που αναπτύχθηκε ιστορικά σε όλο σχεδόν τον κόσμο ως μονογαμικός δεσμός του άντρα και της γυναίκας για την ικανοποίηση φυσικών αναγκών, την απόκτηση τέκνων και τη θεμελίωση μιας οικιακής κοινότητας.… …   Dictionary of Greek

  • ολίγον — το (βυζ. μουσ.) ένας από τους δέκα έμφωνους χαρακτήρες ποσότητας τής υποδιαίρεσης ανιόντες τής σύγχρονης σημειογραφίας τής βυζαντινής μουσικής …   Dictionary of Greek

  • οξεία — Μικρό νησί του Ιονίου πελάγους, που αποτελεί προέκταση των ακτών της Αιτωλοακαρνανίας μέσα στη θάλασσα. Ανήκει στο σύμπλεγμα των Εχινάδων. Απέναντι από το νησί εκβάλλει ο ποταμός Αχελώος, οι προσχώσεις του οποίου μειώνουν συνεχώς την απόσταση που …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”